νημάτινος

νημάτινος
η , ο[ν] нитчатый, нитевидный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "νημάτινος" в других словарях:

  • νημάτινος — η, ο [νήμα] 1. αυτός που μοιάζει με νήμα, νηματοειδής («νημάτινος ιστός τής αράχνης») 2. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που μπορεί να χωριστεί σε νήματα, νηματώδης …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»